Όπως σε όλη την Ελλάδα, έτσι και στα Μεσόγεια πολλά είναι τα έθιμα που συνδέονται με το Μεγαλοβδόμαδο και την ημέρα του Πάσχα. Και σαν πρώτη παρατήρηση μπορούμε να πούμε ότι όλα σχεδόν τα παλαιά έθιμα εξακολουθούν να ισχύουν σχεδόν απαράλλακτα μέχρι σήμερα, πράγμα που δεν συμβαίνει σε τόσο μεγάλο βαθμό στα έθιμα π.χ. των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Επομένως με το να περιγράψει κανείς το έθιμο της βαφής των αβγών, της παρασκευής των αρτοσκευασμάτων, του στολισμού και της περιφοράς του Επιταφίου, δεν προσθέτει τίποτα πέραν των ήδη γνωστών. Κι επειδή είναι αδύνατη η αναφορά όλων αυτών των εθίμων σε ένα δημοσίευμα, θα αναφερθώ εδώ ιδιαίτερα στα σημεία όπου τα παλαιά έθιμα διαφέρουν κάπως από τα σημερινά.
ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
Το θαύμα με το αλεύρι της παπαδιάς
Την ημέρα της Μ. Τετάρτης κάθε νοικοκυρά πήγαινε στο σπίτι του παπά της ενορίας της ένα πιάτο με αλεύρι, που το έδινε στην παπαδιά. Η παπαδιά το άδειαζε σε μια μεγάλη σκάφη και το βράδυ, όταν είχε μαζευτεί μεγάλη ποσότητα, το ζύμωνε, χωρίς να ρίξει μέσα μαγιά («προζύμι»). Μετά το ζύμωμα, το άδειαζε σε μεγάλη λεκάνη, το πασπάλιζε με λίγο αλεύρι και τοποθετούσε επάνω ένα κλωνάρι βασιλικό. Ο βασιλικός αντικαθιστούσε τη μαγιά, χωρίς να μπορεί να δοθεί σ’ αυτό λογική εξήγηση. Έπειτα ο παπάς τοποθετούσε επάνω τον σταυρό, που χρησιμοποιούσε στα ευχέλαια και διάβαζε μιαν ευχή. Κατόπιν σκέπαζαν το ζυμάρι μ’ ένα πανί και το πρωί της Μ. Πέμπτης, το ζυμάρι κατ’ ανεξήγητο τρόπο είχε φουσκώσει. Πάντως η μετατροπή του άζυμου ζυμαριού σε ένζυμο, με τη βοήθεια μόνο του βασιλικού, ήταν για τους πιστούς ένα μικρό θαύμα. Το πρωί της Μ. Πέμπτης μετέφεραν τη σκάφη με το ζυμάρι στην εκκλησία με κάρο.
Το έθιμο αυτό διατηρείτο στο Κορωπί μέχρι το τέλος του 19ου αι., ενώ στο Λιόπεσι διατηρήθηκε περίπου μέχρι το 1920.
(Πληροφορία Ελένης Μαργέτη, σ. Δημ. Χρ. Κιούση)
ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ
Η διανομή του ζυμαριού κατά τον Όρθρο.
Κατά τον Όρθρο της Μ. Πέμπτης, οι γυναίκες που είχαν δώσει αλεύρι την προηγούμενη μέρα, πήγαιναν στην εκκλησία κι έπαιρναν από το χέρι της παπαδιάς ένα κομμάτι από το ζυμάρι, που το τύλιγαν σε μια μικρή πετσέτα. Το ζυμάρι αυτό το χρησιμοποιούσαν σαν μαγιά στο ζύμωμα των πασχαλιάτικων αρτοσκευασμάτων (κουλούρες, τσουρέκια και «κοσόνες»). Το προζύμι το έπιαναν τη Μ. Παρασκευή το βράδυ, μετά τον Επιτάφιο. Η εργασία αυτή εξαιρείτο από τη γενική απαγόρευση εργασιών της ημέρας αυτής.
ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ
Στο «Χριστός Ανέστη»
Όταν στις 11 το βράδυ χτυπούσε η καμπάνα για την Ανάσταση, όλος ο κόσμος κοιμόταν και ξυπνούσε από τα χτυπήματα της καμπάνας. Ήσαν όλοι κουρασμένοι, γιατί από τα βαθιά χαράματα ήσαν στο πόδι, για να παρακολουθήσουν την πρώτη Ανάσταση και να κάνουν όλες τις προετοιμασίες. Ήδη το απόγευμα είχαν ανάψει για δεύτερη φορά το φούρνο, για να ψήσουν το φαγητό, που θα έτρωγαν τις πρώτες πρωινές ώρες της Κυριακής του Πάσχα, αμέσως μετά την Ακολουθία της Ανάστασης. Για το φαγητό αυτό θα μιλήσουμε πιο κάτω.
Λίγα λεπτά μετά το χτύπημα της καμπάνας, όλοι είχαν ετοιμαστεί, φορώντας τα γιορτινά τους ρούχα και είχαν πάρει το δρόμο για την εκκλησία κρατώντας ο καθένας στο χέρι του το κερί του. Στις 12 τα μεσάνυχτα, όπως και σήμερα, μετά το «Δεύτε, λάβετε φως», οι παπάδες, οι ψαλτάδες και ο κόσμος με αναμμένα κεριά έβγαιναν στο προαύλιο της εκκλησίας. Οι παπάδες και οι ψαλτάδες ανέβαιναν στην εξέδρα και σε λίγα λεπτά, μέσα σε κατανυκτική και συγκινητική ατμόσφαιρα και ανάμεσα σε χαρούμενες κωδωνοκρουσίες έψαλλαν, μαζί με τον κόσμο, το «Χριστός Ανέστη».
Βαρελότα και… δυναμίτες!
Ταυτόχρονα με τις καμπάνες άρχιζαν να σκάνε γύρω – γύρω μερικά βαρελότα και άλλα πυροτεχνήματα, ενώ σε μάντρες που ήσαν γύρω από την εκκλησία γίνονταν ανατινάξεις(!) με δυναμίτες. Η ποσότητα ωστόσο των βαρελότων δεν ήταν μεγάλη και με κανένα τρόπο δεν μπορεί να συγκριθεί με τη σημερινή κατάσταση, που πολλές φορές είναι απαράδεκτη με τα συχνά ατυχήματα που συμβαίνουν.
Δεν έφευγε κανείς
Μετά το «Χριστός Ανέστη» που λεγόταν στην εξέδρα, όλος ο κόσμος ξανάμπαινε στην εκκλησία, για να παρακολουθήσει μέχρι τέλους την αναστάσιμη ακολουθία. Ελάχιστοι ήσαν εκείνοι που έφευγαν. Σήμερα, παρά τις παρακλήσεις των παπάδων, ο περισσότερος κόσμος φεύγει. Μετά το τέλος της λειτουργίας ο κόσμος έβγαινε από την εκκλησία και όλοι χαιρετιούνταν μεταξύ τους, οι συγγενείς φιλιούνταν μεταξύ τους και εύχονταν «Χριστός Ανέστη» και «Αληθώς Ανέστη». Τσούγκριζαν επίσης και κόκκινα αβγά που οι περισσότεροι είχαν μαζί τους.
Η αποχώρηση με τα φαναράκια
Μέχρι τις αρχές του 20ου αι. ιδιαίτερα θεαματική ήταν η αποχώρηση των πιστών από την εκκλησία, που κρατούσαν στα χέρια τους αναμμένα κεριά και φαναράκια, για να μη σβήνει το αναστάσιμο φως από τον αέρα. Ένας χείμαρρος από φώτα ξεχυνόταν σ’ όλους τους δρόμους του χωριού, που μέχρι εκείνη την ώρα ήσαν βυθισμένοι στο σκοτάδι. Χαρούμενες συνομιλίες ακούγονταν από παντού. Τα φαναράκια δεν τα είχαν ειδικά για την Ανάσταση, αλλά ήσαν σκεύη καθημερινής χρήσης, όταν τη νύχτα έπρεπε να επισκεφτούν το χαγιάτι ή τον αχυρώνα για να κάνουν κάποια δουλειά.
Όταν ο κόσμος έφτανε στα σπίτια, δυο και πλέον ώρες μετά τα μεσάνυχτα, η πρώτη δουλειά τους ήταν να σχηματίσουν από ένα σταυρό με την καπνιά της φλόγας του κεριού στα υπέρθυρα (ανώφλια) της πόρτας του κάθε δωματίου. Συνήθως δε χρειαζόταν να σχηματίσουν πολλούς σταυρούς, αφού τα δωμάτια του σπιτιού περιορίζονταν σε ένα ή δύο, ένα για την οικογένεια και ένα για τον παππού και τη γιαγιά.
Ο σοφράς με τη γεμιστή πατσά
Το κύριο πιάτο του αναστάσιμου τραπεζιού («σοφρά»), εκτός από τα αβγά, το τυρί και την κοσόνα ήταν η γεμιστή αρνίσια πατσά (η λέξη ήταν γένους θηλυκού: η πατσά και όχι ο πατσάς). Ο τρόπος παρασκευής του φαγητού αυτού ήταν ο εξής: Έπλεναν και ζεμάταγαν καλά την πατσά του αρνιού ή του σφαχτού που είχαν σφάξει το πρωί και τη γέμιζαν, όχι όμως πολύ, με χλωρό ψιλοκομμένο κρεμμυδάκι, μαϊντανό και άνηθο. Την αλάτιζαν και την έβαζαν σε ταψί με μπόλικο λάδι και λεμόνι και την έψηναν στο φούρνο που άναβαν το απόγευμα, πριν πάνε στην εκκλησία για την Ανάσταση. Το ταψί με το περιεχόμενό του το τοποθετούσαν πάνω στο σοφρά, χωρίς να έχει ο καθένας το δικό του πιάτο. Το ίδιο εξάλλου γινόταν και με όλα τα φαγητά. Όλοι συμφωνούσαν ότι το φαγητό αυτό ήταν νοστιμότατο και προσωπικά, αν και δεν έχω δοκιμάσει, δεν έχω καμιά αμφιβολία.
Το πασχαλιάτικο αυτό φαγητό το μαγείρευαν περίπου μέχρι το 1920, οπότε τη θέση του άρχισε να παίρνει η μαγειρίτσα, που γίνεται από εντόσθια και έντερα αρνιού. Η μαγειρίτσα φαίνεται ότι δε συμπεριλαμβανόταν στη μεσογείτικη παραδοσιακή μαγειρική. Στο μεταμεσονύκτιο αυτόν σοφρά μερικές φορές υπήρχε και η αρνίσια μπριζόλα και δεν έλειπε φυσικά και το κρασί.
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ
Η απουσία του οβελία και του κοκορετσιού
Το πρωί του Πάσχα όλοι ξυπνούσαν κάπως αργά, λόγω της αγρυπνίας κατά την προηγούμενη νύχτα της Ανάστασης. Οι νοικοκυρές άναβαν το φούρνο για να ψήσουν το αρνί, σκέτο ή με πατάτες. Στις εύπορες οικογένειες ψήνονταν έως δυο αρνιά, ενώ οι φτωχιές περιορίζονταν σε μια κότα. Ελάχιστοι ήσαν εκείνοι που σούβλιζαν αρνί στην αυλή τους. Το κοκορέτσι το έφτιαχναν μόνο ορισμένες ταβέρνες, όχι όμως την ημέρα του Πάσχα, αλλά τις άλλες εορτές και Κυριακές.
Το έθιμο του οβελία δεν είναι μεσογείτικο έθιμο και έγινε γνωστό στους αρβανίτες από τις λίγες οικογένειες των βλάχων, που κατοικούσαν συνήθως στις παρυφές των χωριών. Αυτοί σούβλιζαν αρνί ή το έβαζαν στο γάστρο. Οπωσδήποτε στους μεσογείτες ήταν άγνωστο το έθιμο να σουβλίζονται αρνιά στους δρόμους, καθώς και η διανομή μεζέδων, που συνοδεύεται με οινοποσία, πριν του κυρίως φαγητού σε γνωστούς και περαστικούς.
Μέχρι το μεσημέρι, εκτός από τις νοικοκυρές, που είχαν την ευθύνη του ψησίματος του φαγητού, οι άντρες φρόντιζαν τα ζώα, ενώ τα παιδιά έπαιζαν.
Η ακολουθία της Αγάπης
Πάντως οι πιο πολλοί φρόντιζαν να πάνε στις 10 η ώρα στην εκκλησία για να παρακολουθήσουν την Ακολουθία της Αγάπης. Η ώρα της διεξαγωγής αυτής της λειτουργίας δεν ήταν σταθερή, γιατί άλλοτε γινόταν πριν το μεσημέρι και άλλοτε μετά. Παλαιότερα γινόταν στις 10 το πρωί. Εξάλλου και τώρα στην Αθήνα γίνεται πρωινή ώρα, αλλά ήδη από παλιά στα Μεσόγεια γίνεται τις απογευματινές ώρες. Το ενδιαφέρον αυτής της ακολουθίας είναι ότι το Ευαγγέλιο, εκτός από τα ελληνικά, διαβάζεται σε πολλές ξένες γλώσσες.
Τα αρβανίτικα… «ξένη» γλώσσα
Στα Μεσόγεια, επειδή η μόνη «ξένη» γλώσσα, που γνώριζαν οι παπάδες, ήσαν τα αρβανίτικα, έλεγαν το Ευαγγέλιο στην αρβανίτικη (όχι αλβανική) γλώσσα. Οι παπάδες έβλεπαν το κείμενο στα ελληνικά και αυτομάτως το μετέφραζαν στα αρβανίτικα, όπως νόμιζε ο καθένας, χωρίς να διαβάζουν συγκεκριμένο αρβανίτικο κείμενο είτε με λατινικούς είτε με ελληνικούς χαρακτήρες.
Κατά την ακολουθία της Αγάπης, τα νεαρά παιδιά, αγόρια και κορίτσια, που την πρώτη Μαρτίου είχαν φορέσει στον καρπό του χεριού τους τις στριμμένες κλωστές, για να μη τους μαυρίσει ο ανοιξιάτικος ήλιος, το λεγόμενο «Μάρση» (όχι «Μάρτη»), ακολουθούσαν το εξής έθιμο: Τραβούσαν τις κλωστές και τις έκαιγαν στη φλόγα της λαμπάδας τους, που είχαν ανάψει κατά το προηγούμενο βράδυ της Ανάστασης. Αν τύχαινε να μη πάει στην Αγάπη εκείνος που φορούσε το «Μάρση», του έφερναν άλλοι αναμμένη λαμπάδα από την Ακολουθία και τον έκαιγε στο σπίτι του.
Του λαογράφου Γιάννη Πρόφη
ΠΗΓΗ: mesogianews.gr
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΣΧΟΛΙΟΥ
Το παρόν διαδικτυακό μέσο ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει περί των επωνύμων ή ανωνύμων σχολίων που φιλοξενεί. Σε περίπτωση που θεωρείτε πως θίγεστε από κάποιο εξ αυτών, επικοινωνήστε μέσω της φόρμας επικοινωνίας έτσι ώστε να αφαιρεθεί.